Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- παλιννόστηση η [palinóstisi] Ο33 : 1.η επιστροφή κάποιου στην πατρίδα, ύστερα από μακρόχρονη απουσία· επαναπατρισμός, νόστος: Όσο περνούσαν τα χρόνια τόσο η προοπτική της παλιννόστησής του απομακρυνόταν. 2. (μτφ.) για την επιστροφή κάποιου στον ιδεολογικό, πολιτικό κτλ. χώρο του.
[λόγ. παλιννοστη- (παλιννοστώ) -σις > -ση]