Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- παλιννοστούντες οι [palinostúndes] Ο (βλ. Ε12β) : αυτοί που επιστρέφουν στην πατρίδα τους, ύστερα από μακρόχρονη απουσία. || (ως επίθ.): ~ πρόσφυγες.
[λόγ. ουσιαστικοπ. πληθ. μεε. του ρ. παλιννοστώ]