Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: παλινδρομώ
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
παλινδρομώ [palinδromó] Ρ10.9α : 1.(για τμήμα μηχανισμού) κάνω παλινδρομικές κινήσεις· κινούμαι παλινδρομικώς. 2. (μτφ.) δείχνω ότι δέχομαι πότε τη μία και πότε την άλλη από δύο διαφορετικές γνώμες.

[λόγ. < αρχ. παλινδρομῶ `επιστρέφω΄ σημδ. γαλλ. reculer ή αγγλ. recoil]

[Λεξικό Κριαρά]
παλινδρομώ.
  • Επανέρχομαι, επιστρέφω:
    • ουδόλως ηγάπησεν αυτήν (ενν. ο Ιωάννης Παλαιολόγος τη γυναίκα του) …· όθεν και προς τον ίδιον επαλινδρόμησε πατέρα (Ιστ. πολιτ. 68).

[αρχ. παλινδρομέω. Η λ. και σήμ. λόγ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες