Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- παλιατζής ο [paladzís] Ο8 : ο επαγγελματίας που αγοράζει και πουλά παλαιά αντικείμενα συνήθ. μεταχειρισμένα και ευτελή· (πρβ. παλαιοπώλης): Πλανόδιος ~. Έδωσε την παλιά σαραβαλιασμένη πολυθρόνα στον παλιατζή. (έκφρ.) είναι για τον παλιατζή, εντελώς άχρηστο, λόγω ανεπανόρθωτης φθοράς ή βλάβης.
[παλι(ός) -ατζής]