Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- παλιάτσος ο [palátsos] Ο18 : 1.κωμικό πρόσωπο του παλαιού λαϊκού ιταλικού θεάτρου. 2. κωμικό πρόσωπο σε ελαφρά λαϊκά θεάματα (υπαίθριες παραστάσεις, τσίρκο, καμπαρέ κτλ.), το οποίο με την όλη εμφάνισή του, τους λόγους και τη συμπεριφορά του, προκαλεί το γέλιο των θεατών· γελωτοποιός, κλόουν. || (μτφ.): Kάνω τον παλιάτσο. 3. ως μειωτικός χαρακτηρισμός προσώπου γελοίου και ανάξιου, τιποτένιου· γελοίο πρόσωπο, φαιδρό υποκείμενο, καραγκιόζης.
[ιταλ. pagliaccio -ς]