Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- παλιάνθρωπος ο [palánθropos] Ο20α : άνθρωπος γενικά κακός, κακοήθης, αχρείος, άτιμος, ανέντιμος: Mε γέλασε ο ~. Ούτε να τον δω πια δε θέλω, τον παλιάνθρωπο. Έμπλεξε με κάτι παλιανθρώπους, απατεώνες και καταχραστές, που δεν είχαν ούτε ιερό ούτε όσιο πάνω τους.
παλιανθρωπάκος ο YΠΟKΟΡ (με μετριαστική σημασία και συνήθ. περιπαικτικά) μπερμπάντης ή μικροαπατεώνας. [παλι(ο)- + άνθρωπος· παλιάνθρωπ(ος) -άκος]