Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: παλαμίζω
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
παλαμίζω [palamízo] Ρ2.1α μππ. παλαμισμένος : (ναυτ.) αλείφω την εξωτερική επιφάνεια πλοίου με ειδικό μείγμα από λίπος, πίσσα και θειάφι.

[παλάμ(η) -ίζω]

[Λεξικό Κριαρά]
παλαμίζω.
  • I. Ενεργ.
    • 1) Ορκίζομαι:
      • θεά μόνον εσέ γνωρίζου, … κι εσένα παλαμίζου (Πανώρ. Δ́ 296 κριτ. υπ).
    • 2) (Ναυτ.) επαλείφω τα ύφαλα σκάφους, παλαμάρω:
      • τω Φραγκώ τα κάτεργα εκεί θα παλαμίσου (Τζάνε, Κρ. πόλ. 41218· Αχέλ. 1884).
  • IΙ. (Μέσ.) (προκ. για γυναίκα) περιποιούμαι το πρόσωπο με ιδιαίτερη φροντίδα, βάφομαι υπερβολικά:
    • είναι πολλά παλαμισμένες να 'χουσι τσ’ ασκημάδες τως πάσ’ ώρα σκεπασμένες (Πανώρ. Ά 417 κριτ. υπ).

[<ουσ. παλάμη + κατάλ. ‑ίζω. Η λ. στο Somav. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες