Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- παλαμίδα η [palamíδa] Ο26 : είδος ψαριού με νόστιμο αλλά παχύ και δύσπεπτο κρέας: Tην άνοιξη οι παλαμίδες περνούν από τη Mεσόγειο στη Mαύρη Θάλασσα, όπου γεννούν.
[μσν. παλαμίδα < ελνστ. παλαμίς, αιτ. -ίδα < αρχ. πηλαμύς `μικρός τόνος΄ (υποχωρ. αφομ. [i-a > a-a] )]
[Λεξικό Κριαρά]
- παλαμίδα— ‑ύδα
-
- Παλαμίδα:
- παλαμίδαν οπτήν (Σπανός A 58 (έκδ. ‑μύ‑))·
- ηγανάκτησα τρώγειν τας παλαμίδας (Προδρ. IV 248‑33 χφ P κριτ. υπ).
- Η λ. ως τοπων.:
- (Μαχ. 60833), (63629‑30, 31).
[<μτγν. ουσ. παλαμίς <αρχ. ουσ. πηλαμύς. Η λ. (‑ίδα) και σήμ.]
- Παλαμίδα: