Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- παλαμάρι το [palamári] Ο44 : χοντρό σκοινί καραβιού (καραβόσκοινο), ιδίως αυτό με το οποίο προσδένεται η πρύμνη στη στεριά· πρυμάτσα: Έλυσαν τα παλαμάρια και σήκωσαν την άγκυρα.
[ίσως αντδ. < ιταλ. pala mar(a) -ι (ουδ. κατά το σκοινί) < μσνλατ. palamarius ίσως < αρχ. παλάμη]
[Λεξικό Κριαρά]
- παλαμάρι(ον) το· παλαμάριν.
-
- Χοντρό σχοινί για την πρόσδεση πλοίων στην ξηρά, παλαμάρι:
- (Μαχ. 12224)·
- όταν κατέβεις εις το νησίν, πρώτον δέσε τα παλαμάρια σου (Πορτολ. Β 3411).
[<ουσ. παλάμη + κατάλ. –άρι(ον). Η λ. (‑ον) στο Du Cange. Η λ. (‑ι) στο Somav. και σήμ.]
- Χοντρό σχοινί για την πρόσδεση πλοίων στην ξηρά, παλαμάρι: