Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- παλαιώνω· παλιώνω.
-
- I. Ενεργ.
- Ά (Μτβ.) κάνω κ. να παλιώσει·
- (μεταφ.):
- το μάκρος του καιρού τα πάντα παλαιώνει (Πένθ. θαν. 561).
- (μεταφ.):
- Β́ Αμτβ.
- 1)
- α) Γίνομαι πολλών χρόνων, γερνώ:
- ότι να γεννήσεις παιδιά και παιδιά των παιδιών και να παλαιώσετε εις την ηγή (Πεντ. Δευτ. IV 25· Γέν. XVIII 12)·
- β) τραβώ σε μάκρος, χρονίζω:
- όσο πλέον επαλαίωνε η αμαρτία τόσο πλέον η βασιλεία υπήγαινε χειρότερα (Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 115r).
- α) Γίνομαι πολλών χρόνων, γερνώ:
- 2)
- α) Φθείρομαι:
- (Πεντ. Δευτ. XXIX 4)·
- β) σβήνω, μαραζώνω:
- Να 'χει … αγάπην μυστικήν, που πάντα … στέκει ζωντανή κι ουδέποτε παλιώνει (Σουμμ., Παστ. φίδ. Έ [18]).
- α) Φθείρομαι:
- 1)
- Ά (Μτβ.) κάνω κ. να παλιώσει·
- II. (Μέσ.) εθίζομαι·
- (μεταφ.) βουλιάζω, βυθίζομαι:
- επαλαιώθηκες εις την αμαρτίαν (Βενετσάς, Δαμασκηνού Βαρλαάμ 1132).
- (μεταφ.) βουλιάζω, βυθίζομαι:
- Η μτχ. παρκ. ως επίθ. =
- α) παλιός:
- την παλιωμένην ελπίδα μας μου ξανακαινουργώνουν (ενν. οι μεγάλες φαντασιές) (Σουμμ., Παστ. φίδ. Ά [916])·
- β) (υβριστ.) αχρείος:
- γραυ παλαιωμένη (Πτωχολ. α 644).
- α) παλιός:
[αρχ. παλαιόω. Ο τ. στο Meursius (‑όννειν) και σήμ. Η λ. και σήμ. (ΑΛΝΕ)]
- I. Ενεργ.