Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- παλαιστής ο [palestís] Ο7 θηλ. παλαίστρια [paléstria] Ο27 : ο αθλητής της πάλης.
[λόγ. < αρχ. παλαιστής· λόγ. παλαισ(τής) -τρια]
[Λεξικό Κριαρά]
- παλαιστής ο· πληθ. παλαιστοί.
-
- Μονάδα μήκους που ισοδυναμεί με το πλάτος τεσσάρων δακτύλων, παλάμη:
- (Metrol. 873).
[μτγν. ουσ. παλαιστής]
- Μονάδα μήκους που ισοδυναμεί με το πλάτος τεσσάρων δακτύλων, παλάμη: