Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: παλαιοπώλης
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
παλαιοπώλης ο [paleopólis] Ο10 θηλ. παλαιοπώλισσα [peleopólisa] Ο27 : έμπορος παλαιών, μεταχειρισμένων ή όχι, αντικειμένων (σκευών, επίπλων, έργων τέχνης κτλ.)· (πρβ. παλιατζής).

[λόγ. παλαιο- + -πώλης μτφρδ. γερμ Althändler· λόγ. παλαιοπώλ(ης) -ισσα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες