Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: παλαιολιθικός -ή -ό
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
παλαιολιθικός -ή -ό [paleoliθikós] Ε1 : (αρχαιολ.) α. παλαιολιθική εποχή / περίοδος, η περίοδος της προϊστορίας κατά την οποία ο άνθρωπος χρησιμοποιούσε εργαλεία και όπλα από ακατέργαστους ή υποτυπωδώς κατεργασμένους λίθους. β. που ανήκει ή αναφέρεται στην παλαιολιθική περίοδο: Παλαιολιθικά εργαλεία. ~ οικισμός.

[λόγ. < γαλλ. paléolithique < paléo- = παλαιο- + lithique < αρχ. λίθ(ος) -ique = -ικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες