Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- παλαιογραφία η [paleoγrafía] Ο25 : ιδιαίτερος επιστημονικός κλάδος, βοηθητικός της φιλολογίας και της ιστορίας, ο οποίος μελετά την ιστορική εξέλιξη της γραφής (ύλες, όργανα, συστήματα) και ασχολείται με την ανάγνωση και χρονολόγηση παλαιών χειρογράφων: Ελληνική / λατι νική ~. Σεμινάριο / μαθήματα παλαιογραφίας.
[λόγ. < γαλλ. paléographie < paléo- = παλαιο- + -graphie = -γραφία]