Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: παλαιογράφος
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
παλαιογράφος ο [paleoγráfos] Ο18 θηλ. παλαιογράφος [paleoγráfos] Ο35 : ο ειδικός στην παλαιογραφία.

[λόγ. < γαλλ. paléographe < paléo graph(ie) = παλαιογραφ(ία) -ος· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες