Παράλληλη αναζήτηση
49 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- παλαιο- [paleo] : α' συνθετικό με λόγια προέλευση σε σύνθετες λέξεις· (πρβ. παλιο-). I. με αναφορά συνήθ. στην έννοια του: 1. παλιός, όχι καινούριος και μάλιστα κατά κανόνα μεταχειρισμένος: ~βιβλιοπωλείο, ~πωλείο, ~πώλης. 2. συντηρητικός, οπισθοδρομικός: ~κομματικός. II. (επιστ.) α. με αναφορά σε προϊστορικές γεωλογικές περιόδους: ~ανθρω πολογία, ~γεωγραφία, ~ζωολογία, ~κλιματολογία. β. για να δηλώσει το παλαιότερο στάδιο μιας διαβάθμισης, π.χ. ~λιθικός, σε αντιδιαστολή προς τις ιστορικές υποδιαιρέσεις με α' συνθετικό νεο-, μεσο- 1, υστερο-. || με αναφορά σε συγκεκριμένη κάθε φορά εποχή του παρελθόντος: ~γραφία, ~γραφικός, ~χριστιανικός. III. δίνει το λόγιο τύπο λέξεων οι οποίες στον τρέχοντα λόγο αποδίδονται με α' συνθετικό παλιο-: ~ημερολογίτης και παλιοημερολογίτης.
[λόγ. < αρχ. παλαιο- θ. του επιθ. παλαιό(ς) ως α' συνθ.: αρχ. παλαιό-πλουτος `γεμάτος αρχαίο πλούτο΄ & διεθ. palaeo- < αρχ. παλαιο-: παλαιο-γραφία < γαλλ. paléographie, παλαιο-θήριο < νλατ. palaeotherium]
- παλαιοανθρωπολογία η [paleoanθropolojía] Ο25 : κλάδος της παλαιοντολογίας που μελετά την προέλευση και την εξέλιξη του ανθρώπινου είδους με βάση τα απολιθώματα από παλαιότερες εποχές· παλαιοντολογία του ανθρώπου.
[λόγ. < αγγλ. paleoanthropology < paleo- = παλαιο- + anthropology = ανθρωπολογία]
- παλαιοβιβλιοπωλείο το [paleovivliopolío] Ο39 : το κατάστημα του παλαιοβιβλιοπώλη: Εκδόσεις που μπορεί κανείς να βρει μόνο σε ~.
[λόγ. παλαιο- + βιβλιοπωλείον μτφρδ. γερμ. Antiquariatsbuchhandlung]
- παλαιοβιβλιοπώλης ο [paleovivliopólis] Ο10 θηλ. παλαιοβιβλιοπώλισσα [paleovivliopólisa] Ο27 : ο έμπορος παλαιών ή μεταχειρισμένων βιβλίων.
[λόγ. παλαιοβιβλιο(πωλείον) -πώλης· λόγ. παλαιοβιβλιοπώλ(ης) -ισσα]
- παλαιοβραχοδαρμένος, μτχ. επίθ· παλιοβραχοδαρμένος.
-
- (Υβριστ.) που μακάρι να πνιγεί και να τον χτυπούν τα κύματα στα βράχια:
- (Πουλολ. 113 κριτ. υπ).
[<παλαιο‑ (παλιο‑) + μτχ. παρκ. του βραχοδέρνομαι (βλ. ά.)]
- (Υβριστ.) που μακάρι να πνιγεί και να τον χτυπούν τα κύματα στα βράχια:
- παλαιογάδαρος ο,
- βλ. παλαιογάιδαρος.
- παλαιογάδουρον το.
-
- 1) Γέρικο, καταβεβλημένο γαϊδούρι:
- (Προδρ. IV 471 χφ K κριτ. υπ).
- 2) (Προκ. για ψόφιο γαϊδούρι):
- να εύρεις (ενν. εσύ, ο κόραξ) παλαιογάδουρον, να γλείψεις τα πλευρά του (Πουλολ. AZ 13).
[<επίθ. παλαιός + ουσ. γαδούρι(ο)ν]
- 1) Γέρικο, καταβεβλημένο γαϊδούρι:
- παλαιογάιδαρος ο· παλαιογάδαρος· παλιογάιδαρος.
-
- 1) Γερασμένος, καταπονημένος γάιδαρος:
- έπιασεν ένα παλιογάιδαρον … γδαρμένον όλον εις την ράχην (Μπερτόλδος 12).
- 2) (Προκ. για ψόφιο γαϊδούρι):
- (Πουλολ. 13 κριτ. υπ).
[<επίθ. παλαιός + ουσ. γάιδαρος. Ο τ. παλιο‑ και σήμ.]
- 1) Γερασμένος, καταπονημένος γάιδαρος:
- παλαιογούνελον το.
-
- Παλιά και φθαρμένη γουνέλα (βλ. ά.):
- (Σαχλ. Β́ PM 508).
[<επίθ. παλαιός + ουσ. γουνέλα]
- Παλιά και φθαρμένη γουνέλα (βλ. ά.):
- παλαιογραφία η [paleoγrafía] Ο25 : ιδιαίτερος επιστημονικός κλάδος, βοηθητικός της φιλολογίας και της ιστορίας, ο οποίος μελετά την ιστορική εξέλιξη της γραφής (ύλες, όργανα, συστήματα) και ασχολείται με την ανάγνωση και χρονολόγηση παλαιών χειρογράφων: Ελληνική / λατι νική ~. Σεμινάριο / μαθήματα παλαιογραφίας.
[λόγ. < γαλλ. paléographie < paléo- = παλαιο- + -graphie = -γραφία]