Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: παλαιά
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
παλαιά, επίρρ.· παλαία.
  • Στην παλιά εποχή:
    • οι Ρωμαίοι ακόμη … έχουν την ίδια γνώμη, εκείνην οπού 'χαν παλαιά (Λίμπον. Επίλ. 45).

[<επίθ. παλαιός. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ. ποντ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες