Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: παλαίστρα
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
παλαίστρα η [paléstra] Ο25 : 1.ο χώρος όπου ασκούνται και αγωνίζονται οι παλαιστές· κονίστρα· (πρβ. ριγκ). 2. (μτφ.) πεδίο κοινωνικού, πνευματικού, πολιτικού αγώνα· στίβος2, κονίστρα2: H ~ της πολιτικής / της ζωής.

[λόγ. < αρχ. παλαίστρα]

[Λεξικό Κριαρά]
παλαίστρα η.
  • Πάλη, αγώνας πάλης:
    • (Διγ. Άνδρ. 3439
    • για να τον τιμήσουσι … πολλά παιγνίδια όρθωσαν να γίνουν και παλαίστρες (Θησ. ΙΆ [592]).

[αρχ. ουσ. παλαίστρα. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες