Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: παλίουρος
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
παλίουρος ο· πάλουρος.
  • Είδος αγκαθωτού θάμνου (παλιούρι):
    • (Ευγ. Γιαννούλη, Επιστ. 5823‑4
    • (σε θέση επιθ.):
      • παλιούρους τόπους (Metrol. 5513).

[αρχ. ουσ. παλίουρος. Τ. πάλλουρος σήμ. κυπρ. Διάφ. τ. σήμ. ιδιωμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες