Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- παλέτα η [paléta] Ο25 : α.λεπτή πλάκα (από ξύλο) πάνω στην οποία ο ζωγράφος απλώνει και αναμειγνύει τα χρώματα. β. η ιδιαίτερη χρωματική κλίμακα ζωγράφου, τα χρώματα που χρησιμοποιεί: Πλουτίζει την ~ του με τολμηρούς χρωματικούς συνδυασμούς. Πλούσια / αυστηρή / λιτή ~.
[γαλλ. palett(e) -α]