Παράλληλη αναζήτηση
7 εγγραφές [1 - 7] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- παλάτι το [paláti] Ο44 : 1α.η κατοικία ηγεμόνα, βασιλιά ή αυτοκράτορα· ανάκτορο: Οι στασιαστές πολιόρκησαν το ~. β. ο ηγεμόνας και τα γύρω από αυτόν πρόσωπα (οικογένεια, σύμβουλοι, ακόλουθοι κτλ.)· ανάκτο ρα, αυλή: Tο ~ διόρισε νέο πρωθυπουργό. Άνθρωπος του παλατιού. 2. (μτφ.) για πλούσια και πολυτελή ιδιόκτητη κατοικία.
παλατάκι το YΠΟKΟΡ στη σημ. 2. [μσν. παλάτι(ν) < ελνστ. παλάτιον < λατ. palati(um) -ον (ανάκτορο των καισάρων στο λόφο Παλατίνο (Ρalatinus) της Ρώμης)]
[Λεξικό Κριαρά]
- παλάτι το,
- βλ. παλάτιον.
[Λεξικό Κριαρά]
- παλατιανός, επίθ.
-
- Που σχετίζεται με το παλάτι:
- πραιτώριαι (ενν. κρίσεις) είναι αι παλατιαναί και βασιλικαί (Zygomalas, Synopsis 136 Α. 84).
- Το αρσ. ως ουσ. = ανώτατο μοναστικό αξίωμα:
- εκείνος ένι παλατιανός και συ 'σαι λεβετάρης (Προδρ. IV 67).
[<ουσ. παλάτι + κατάλ. ‑ιανός. Η λ. στο Du Dange και σήμ.]
- Που σχετίζεται με το παλάτι:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- παλατιανός -ή -ό [palatxanós] Ε1 : που ανήκει στο παλάτι, στο περιβάλλον του παλατιού· αυλικός, ανακτορικός, βασιλικός: Παλατιανοί υπηρέτες / σύμβουλοι. || (ως ουσ.) ο παλατιανός, για πρόσωπο του περιβάλλοντος του βασιλιά.
[μσν. παλατιανός < παλάτ(ι) -ιανός]
[Λεξικό Κριαρά]
- παλάτιν το,
- βλ. παλάτιον.
[Λεξικό Κριαρά]
- παλατίνος ο.
-
- Ανώτατο μοναστικό αξίωμα (πβ. και παλατιανός):
- εκείνος παλατίνος είν’, συ δε σκυβαλοφύλαξ (Προδρ. IV 67 χφφ PK κριτ. υπ).
[<μεσν. λατ. palatinus. Πβ. και μτγν. Παλατίνος (TLG). Η λ. στο Meursius]
- Ανώτατο μοναστικό αξίωμα (πβ. και παλατιανός):
[Λεξικό Κριαρά]
- παλάτιον το· παλάτι· παλάτιν· παλάτιο.
-
- 1)
- α) Ανάκτορο, βασιλική κατοικία:
- (Πτωχολ. α 514)·
- κάθου στο παλάτι σου σαν ρήγας οπού είσαι (Ιστ. Βλαχ. 1886)·
- β) (περιληπτ. στον πληθ.):
- εις τα παλάτια πήγασιν του άρχοντος του τόπου (Απολλών. 776)·
- εκφρ. Μέγα Παλάτιον = το ανάκτορο της Κωνσταντινούπολης:
- (Byz. Kleinchron. Á 583)·
- Παλαιά Παλάτια = εγκαταλειμμένα ανάκτορα που χρησιμοποιούνται ως φυλακές:
- (Χρον. Μορ. P 5418).
- α) Ανάκτορο, βασιλική κατοικία:
- 2) (Κατ’ επέκταση) πολυτελές, επιβλητικό οίκημα, έπαυλη:
- κάμε της σα γεννηθεί παλάτι, μέσα σ’ αυτόνο βάλε την (Διγ. O 55).
- 3) (Συνεκδ.)
- α) οι άνθρωποι, το προσωπικό του παλατιού:
- (Νεκρ. βασιλ. 50)·
- του παλατιού ήτο (ενν. ο Πεζόστρατος) θαρρετός, ξεχωριστός παρ’ άλλο (Ερωτόκρ. Ά 75)·
- β) βασιλική αυλή:
- ντροπή του βασιλέως και αισχύνη εις το παλάτι (Πτωχολ. Α 219)·
- (προκ. για κοσμική εξουσία):
- Ουδέ παλάτια δύνονται ουδ’ εκκλησιές μπορούσι, … τον καημόν τόν έχω ν’απαντούσι (Φαλιέρ., Ιστ. 637)·
- γ) οι υποθέσεις του παλατιού:
- ο βασιλεύς …, πέμπει και τον λογοθέτην, άρχοντα του παλατίου του (Πτωχολ. Ρ 98).
- α) οι άνθρωποι, το προσωπικό του παλατιού:
- 4) (Μεταφ.)
- α) (προκ. για εκκλησία) κυρίως ναός:
- (Προσκυν. Εθν. Βιβλ. 2043 261)·
- β) (προκ. για τη βασιλεία των ουρανών):
- Τους εκλεκτούς … άγγελοι ν’ αναβάσουν 'ς παλάτιον το ουράνιον (Ρίμ. θαν. 140)·
- γ) (προκ. για την Παναγία ως κατοικία του Χριστού):
- (Ύμν. Παναγ. 4)·
- δ) (σε μεταφ. προκ. για τάφο):
- Στον Άδη στεφανώνομαι, μάρτυρας να 'ναι ο Χάρος … κι η μαύρη γης παλάτι (Ερωτόκρ. Έ 857)·
- ε) (προκ. για το ανθρώπινο σώμα):
- σε μπαίνω στο παλάτι μου, σε τούτο το κορμάκιν το αχαμνόν (Γεωργίου ρήτορος, Στ. α 109).
- α) (προκ. για εκκλησία) κυρίως ναός:
[μτγν. ουσ. παλάτιον. Ο τ. παλάτι στο Βλάχ. και σήμ. Ο τ. παλάτιν τον 7. αι. (TLG) και σήμ. ιδιωμ.]
- 1)