Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: παλάσκα
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
παλάσκα η [paláska] & μπαλάσκα η [baláska] Ο25 : θήκη για φυσίγγια, η οποία αποτελεί μέρος της ατομικής εξάρτυσης στρατιώτη· φυσιγγιοθήκη.

[τουρκ. palaska· ηχηροπ. του αρχικού [p > b] από συμπροφ. με το άρθρο στην αιτ. [tin-p > timb > tim-b] ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες