Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- πακτώνω· παχθώνω· παχτώνω.
-
- 1) Μισθώνω, νοικιάζω κ. από κάπ., χρησιμοποιώ ή εκμεταλλεύομαι κ. με ενοίκιο:
- Περί … οπού παχτώνει αμπέλια και κήπους (Βακτ. αρχιερ. 170).
- 2)
- α) Παραχωρώ κ. ιδιόκτητο με ενοίκιο, εκμισθώνω, νοικιάζω κ. σε κάπ.:
- (Βακτ. αρχιερ. 177)·
- θέλει να τηνε πακτώσει (ενν. την αγελέα) (Βαρούχ. 5710)·
- β) (προκ. για αξιώματα):
- εξέπεμπεν εις τας ενοχάς μήτε πωλών μήτε πακτώνων αυτάς (Παράφρ. Χων. 422).
- α) Παραχωρώ κ. ιδιόκτητο με ενοίκιο, εκμισθώνω, νοικιάζω κ. σε κάπ.:
[<ουσ. πάκτον + κατάλ. ‑ώνω. Άσχ. το αρχ. πακτόω. Ο τ. ‑χτ‑ και σήμ. ιδιωμ. Η λ. στο Meursius (‑ειν) και σήμ. κυπρ.]
- 1) Μισθώνω, νοικιάζω κ. από κάπ., χρησιμοποιώ ή εκμεταλλεύομαι κ. με ενοίκιο:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πακτώνω 2 -ομαι : μισθώνω ή εκμισθώνω αγρό.
[λόγ. < μσν. πακτώνω < ελνστ. πακτ(ῶ) -ώνω < πάκτον < λατ. pactum `συμφωνία, συμβόλαιο εκμίσθωσης΄]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πακτώνω 1 [paktóno] -ομαι & παχτώνω [paxtóno] -ομαι Ρ1 : μπήγω ή εντοιχίζω κάπου κτ. για να το στερεώσω καλά: Δοκοί πακτωμένοι στους τοίχους.
[παχτ-: αρχ. πακτ(ῶ) `στερεώνω, καλαφατίζω΄ -ώνω με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] · πακτ-: λόγ. επίδρ.]