Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πακετάρω [paketáro] -ομαι Ρ6 : συσκευάζω πράγμα σε πακέτο· (πρβ. αμπαλάρω): Πακετάρισε τα λίγα πράγματα που είχε, τα φόρτωσε στο αυτοκίνητο κι έφυγε. Mου έστειλε το βιβλίο πακεταρισμένο σε / με χοντρό χαρτί.
[πακέτ(ο) -άρω]