Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πακετάρισμα
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πακετάρισμα το [paketárizma] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του πακετάρω, η συσκευασία πράγματος σε πακέτο: Tον βοήθησε στο ~ των βιβλίων.

[πακεταρισ- (πακετάρω) -μα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες