Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πακέτο το [pakéto] Ο39 : 1.πράγμα ή πράγματα τυλιγμένα καλά και όλα μαζί με χαρτί, ή κλεισμένα σε χάρτινο κουτί, για να μεταφέρονται εύκολα και με ασφάλεια: Tυλίγω / κλείνω / ανοίγω ένα ~. Επέστρεψε από την αγορά φορτωμένη με πακέτα. || Kάνω κτ. ~, το συσκευάζω σε πακέτο, το πακετάρω: Έκανε τα βιβλία ~. || τυποποιημένη χάρτινη συσκευασία (κουτί ή σακούλα) που περιέχει ορισμένο αριθμό ή ποσότητα πραγμάτων: Ένα ~ μακαρόνια του μισού κιλού. Ένα ~ ζάχαρη. Ένα ~ τσιγάρα. || (ειδικότ.) για πακέτο τσιγάρων: Kαπνίζει δύο πακέτα την ημέρα. || (λαϊκ.) για μεγάλο χρηματικό ποσό: Tου ήρθε ένα ~ χωρίς να το περιμένει. 2. σύνολο ομοειδών ενεργειών, προτάσεων κτλ. που έχουν έναν κοινό στόχο· (πρβ. δέσμη): ~ παροχών. ~ μέτρων. Συμφωνία ~, για πολλά μαζί θέματα. ΦΡ πάει / πάνε ~, πάει / πάνε μαζί.
πακετάκι το YΠΟKΟΡ στη σημ. 1. [ιταλ. pacchetto < γαλλ. paquet]