Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- παιχνιδιάρικος -η -ο [pexniδjárikos] & παιγνιδιάρικος -η -ο [peγniδjá rikos] Ε5 : που έχει σχέση με τον παιχνιδιάρη ή που αναφέρεται σ΄ αυτόν: Ο ~ τόνος της φωνής του καταντά ενοχλητικός.
παιχνιδιάρικα & παιγνιδιάρικα ΕΠIΡΡ. [παιχνιδιάρ(ης), παιγνιδιάρ(ης) -ικος]