Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- παιχνιδιάρης -α -ικο [pexniδjáris] & παιγνιδιάρης -α -ικο [peγniδjáris] Ε9 : 1.που του αρέσει να παίζει: Είναι ~ τώρα, αλλά κάποτε θα σοβαρευτεί. || (για ζώα) που με δεξιότητα επιδίδεται σε παιχνίδια: Παιχνιδιάρα γάτα. 2. (ιδ. στο θηλ.) για νέα γυναίκα που της αρέσει να προκαλεί και να χαριεντίζεται ερωτικά· ναζιάρα.
[μσν. παιγνιδιάρης < παιγνίδ(ι) -ιάρης και με τροπή [γ > x] κατά το παιχνίδι)]