Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- παις ο [pés] Ο πληθ. παίδες, γεν. παίδων (συνήθ. πληθ.) : (λόγ.) παιδί, σε τυποποιημένους όρους: Nοσοκομείο Παίδων. Πρωτάθλημα παίδων. || (πληθ.) ως οικεία προσφώνηση μεταξύ ενηλίκων: Άντε, παίδες, σηκωθείτε γιατί αργήσαμε.
[λόγ. < αρχ. παῖς]
[Λεξικό Κριαρά]
- παις ο· πάις.
-
- 1) Τέκνο· γιος:
- (Βίος Αλ. 1998), (Αχιλλ. (Smith) N 91)·
- φρ. δίδω παίδας εις κοιλίαν = (για άνδρα) καθιστώ μια γυναίκα έγκυο:
- (Πτωχολ. α 761).
- 2) (Περιφραστικά για να δηλωθεί η καταγωγή ενός προσώπου):
- Ελλήνων παίδες (Ερμον. Η 78).
- 3)
- α) Παιδί· αγόρι:
- (Προδρ. IV 369), (Διγ. Gr. 1036)·
- (προκ. για τους «Τρεις Παίδας εν καμίνῳ» της Παλαιάς Διαθήκης):
- (Προδρ. IV 659‑1 χφφ PK κριτ. υπ.)·
- β) (προκ. για τον Έρωτα):
- (Καλλίμ. 835)·
- γ) (σε θέση επίθ.) νέος:
- δεδοίκαμεν πόλεμον Αλεξάνδρῳ, ανδρί παιδί και τολμηρῴ (Βίος Αλ. 2640).
- α) Παιδί· αγόρι:
- 4) Νεαρός υπηρέτης· παραγιός:
- (Δούκ. 7913).
- 5) Νεαρός ακόλουθος στην υπηρεσία άρχοντα:
- (Βέλθ. 1070).
[αρχ. ουσ. παις. Ο τ. ήδη αρχ.]
- 1) Τέκνο· γιος: