Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- παινεύω [penévo] -ομαι Ρ5.2 : 1.επαινώ κπ. 2. (παθ.) α. επαινούμαι. || (συνήθ. μππ.): Mια κόρη ζηλευτή, μια κόρη παινεμένη. β. επαινώ τον εαυτό μου· καυχιέμαι, περηφανεύομαι ή καυχησιολογώ: Παινευόταν για το κατόρθωμά του. || Όχι για να (το) παινευτώ, αλλά μάστορας σαν κι εμένα άλλος δεν είναι.
[παιν(ώ) μεταπλ. -εύω]