Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: παιδόπουλο
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
παιδόπουλο το [peδópulo] Ο41 (συνήθ. πληθ.) : (οικ.) παιδί.

[μσν. παιδόπουλον < παιδ(ί) -όπουλον]

[Λεξικό Κριαρά]
παιδόπουλο(ν) το· παιδόπουλλον.
  • 1)
    • α) Μικρό παιδί:
      • το παιδί εσμίγοτον με τα παιδόπουλα των χριστιανών (Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 313r
    • β) παιδάκι τρυφερής ηλικίας· νήπιο, βρέφος:
      • (Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 35r
      • μικρά παιδόπουλα, βρέφη, γαλακτοφάγα (Ναθαναήλ Μπέρτου, Στιχοπλ. I 365).
  • 2) Νεαρός ακόλουθος, υπηρέτης:
    • λαλώ, εξυπνώ παιδόπουλον, στρώνει με το φαρίν μου (Λίβ. P 1760· Παράφρ. Χων. 667
    • (προκ. για ευγενή νεαρό ως ακόλουθο):
      • τα κάστρη … να τα έχει παραδώσει του βασιλέως παιδόπουλα (Χρον. Μορ. H 4348).

[<ουσ. παιδίον + κατάλ. ‑πουλον. Ο τ. στο Meursius και σήμ. ιδιωμ. Τ. –λλο σήμ. ποντ., όπου και άλλοι τ. της λ. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες