Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- παιδιόθεν, επίρρ.
-
— Βλ. και εκπαιδιόθεν, εκπαιδόθεν.
- Από την παιδική ηλικία, από μικρό παιδί:
- ένι νέος και παιδιόθεν εχθρός των χριστιανών (Σφρ., Χρον. 10613).
[μτγν. επίρρ. παιδιόθεν. Τ. παιδιόθες και παιδιούθε σήμ. ιδιωμ.]
- Από την παιδική ηλικία, από μικρό παιδί: