Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- παιδικός -ή -ό [peδikós] Ε1 : α.που ανήκει ή αναφέρεται στα παιδιά: Παιδική ηλικία. Παιδική αφέλεια. Παιδική αθωότητα. || Παιδικές ασθένειες. β. που προορίζεται για τα παιδιά: Παιδικά παιχνίδια / τραγούδια / ενδύματα. Παιδικές τροφές. Παιδικό θέατρο. ~ σταθμός και ως ουσ. ο παιδικός, στον οποίο οι εργαζόμενες μητέρες αφήνουν για φύλαξη τα παιδιά προσχολικής ηλικίας. Παιδικό δωμάτιο και ως ουσ. το παιδικό: Φέτος θα βάψουμε μόνο το παιδικό, την κρεβατοκάμαρα θα την αφήσου με για του χρόνου. Παιδικό (τηλεοπτικό) πρόγραμμα και ως ουσ. το παιδικό. || (ειδικότ.) Παιδική χαρά*. γ. (με μειωτ. σημ., όταν λέγεται σε σχέση με ενήλικες) παιδαριώδης, αφελής, απλοϊκός, ανόητος κτλ.: Παιδική σκέψη / συμπεριφορά.
[λόγ. < αρχ. παιδικός `για παιδί΄ & σημδ. γαλλ. infantile]