Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- παιδιακίσιος -α -ο [peδjakís
os] Ε4 : που ταιριάζει σε παιδί. α. αθώος, παιδιάστικος: Παιδιακίσια χαρά. β. παιδαριώδης, αφελής ή ανόητος: Παιδιακίσια καμώματα / λόγια. [μσν. παιδί(ον σύγκρ. παιδιαρίζω) υποκορ. -άκ(ι) -ίσιος(;)]