Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: παιδεύω
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
παιδεύω [peδévo] -ομαι Ρ5.2, Ρ5.1 : 1.υποβάλλω κπ. σε κόπους ή ταλαιπωρίες· καταπονώ, ταλαιπωρώ, βασανίζω, τυραννώ: Aπάντησέ μου επιτέλους· μη με παιδεύεις άλλο. || Άδικα παιδεύεσαι να τους πείσεις. Παιδεύτηκα πολύ, αλλά στο τέλος τα κατάφερα. (έκφρ.) όποιος αγαπά παιδεύει, για να δηλώσουμε ότι η αγάπη μπορεί να γίνει καταπιεστική. ΠAΡ έκφρ. αμαρτίαι γονέων* παιδεύουσι τέκνα. 2. βασανίζω σωματικά. 3. (ενεργ.) εξετάζω θέμα, πρόβλημα κτλ. με κοπιαστική, βασανιστική προσπάθεια: Aν την παιδέψεις λίγο ακόμα την ερώτηση, θα βρεις τη σωστή απάντηση. 4. (παρωχ.) διαπαιδαγωγώ.

[αρχ. παιδεύω `ανατρέφω, εκπαι δεύω΄ (η σημερ. σημ. μσν.)]

[Λεξικό Κριαρά]
παιδεύω· παιδεύγω.
  • I. Ενεργ.
    • 1) Ανατρέφω, διαπαιδαγωγώ, γαλουχώ:
      • (Διγ. O 428), (Φορτουν. Ά 5), (Σοφιαν., Παιδαγ. 121
      • (σε μεταφ.):
        • αρχόντισσαν γυναίκα, τήν αίσθησις ανέθρεψεν, επαίδευσεν η χάρις (Βέλθ. 362).
    • 2)
      • α) Εκπαιδεύω, μορφώνω κάπ., καλλιεργώ το πνεύμα κάπ.:
        • (Ναθαναήλ Μπέρτου, Ομιλίαι VII 56), (Σοφιαν., Παιδαγ. 118
      • β) εκπαιδεύω, εξασκώ κάπ. σε κ.:
        • (Σοφιαν., Παιδαγ. 111
      • γ) διδάσκω, μαθαίνω σε κάπ. κ.:
        • (Σοφιαν., Γραμμ. 35), (Διγ. Z 212).
    • 3)
      •  
        • α1) Διορθώνω, σωφρονίζω κάπ. με την τιμωρία:
          • (Βακτ. αρχιερ. 213
          • καθώς παιδέψει ανήρ τον υιό του, ο Κύριος ο Θεός σου σε παιδεύγει (Πεντ. Δευτ. VIII 5
        • α2) παραδειγματίζω κάπ.:
          • να δείξεις τον επίβουλον … να πάθει ως επίβουλος …, όπως ο φόβος ο αυτού τους άλλους να παιδεύσει (Κομν., Διδασκ. Δ 97
      • β) τιμωρώ:
        • ο Θεός …εκείνους οπού δεν θέλουν φυλάξει τον νόμον θέλει τους παιδέψει (Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 90v· Ψευδο-Σφρ. 2321
      • γ) επιπλήττω, μαλώνω, φοβερίζω:
        • Με τσι φωνές του σήμερο έχει να με παιδεύγει (ενν. ο κύρης) (Πανώρ. Β́ 76· Ασσίζ. 46415
      • δ) (προκ. για ζώο) δαμάζω, τιθασεύω:
        • ο λογαριασμός … μερώνει τ’ άγρια και τα θεριά παιδεύγει (Ερωτόκρ. Ά 1180).
    • 4) Συμβουλεύω, νουθετώ, καθοδηγώ:
      • Ακούεις … και τον σκοπόν της παραβολής, πως είναι διά να σε παιδεύσει και να μην επαίρεσαι (Πηγά, Χρυσοπ. 284 (24)· 90 (17)).
    • 5) Επανορθώνω (σφάλμα):
      • ανίσως κι είναι βασιλιός, το σφάλμαν του ας παιδέψει (Φορτουν. Ιντ. γ́ 133).
    • 6)
      • α) Υποβάλλω κάπ. σε βασανιστήρια:
        • (Βακτ. αρχιερ. 172
        • ο σουλτάνος εθυμώθην πολλά και όρισεν … να τον παιδεύσουν (Μαχ. 18223
      • β) βασανίζω, ταλαιπωρώ, τυραννώ:
        • (Συναδ. φ. 61v
        • Τά σε πειράζου διώξετα, το νου σου μην παιδεύγεις (Ερωτόκρ. Δ́ 145· Τζάνε, Κρ. πόλ. 43222).
    • 7) Εξοντώνω, εξολοθρεύω:
      • (Παλαμήδ., Βοηβ. 98
      • γυρεύγει να σασε κόφτει με σπαθί και να σασε παιδεύγει (Τζάνε, Κρ. πόλ. 4594).
  • II. Μέσ.
  • Ά Αμτβ.
    • 1) Ανατρέφομαι, μεγαλώνω:
      • (Σουμμ., Ρεμπελ. 170).
    • 2)
      • α) Εκπαιδεύομαι, μορφώνομαι, καλλιεργώ το πνεύμα μου:
        • (Σοφιαν., Παιδαγ. 279), (Ιστ. Βλαχ. 462
      • β) (με εμπροθ. προσδ.)
        • β1) μαθαίνω κ., αποκτώ γνώση:
          • (Σφρ., Χρον. 12615), (Σοφιαν., Παιδαγ. 123
        • β2) εξασκούμαι σε κ.:
          • (Χρον. Μορ. P 6954), (Ροδινός 67).
    • 3) Σωφρονίζομαι, διορθώνομαι:
      • κι αν χάσουν (ενν. οι ζαριστές), δεν παιδεύουνται (Σαχλ. Á PM 204· Πηγά, Χρυσοπ. 110 (59)).
    • 4) Προσπαθώ επίμονα, πασχίζω:
      • πελεκά (ενν. ο καλόγερος) τον κορμόν και παιδεύεται, ως διά να κάμει εικόνα (Συναδ. φ. 196v· Σουμμ., Παστ. φίδ. Έ [761]).
    • 5) Βασανίζομαι, τυραννιέμαι, υποφέρω:
      • ως την αυγή παιδεύγεται με τ’ όνειρου τη ζάλη (Ερωτόκρ. Δ́ 76· Πανώρ. Γ́ 128).
  • Β́ Μτβ.
    • 1)
      • α) Διδάσκομαι, μαθαίνω κ.:
        • (Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 10), (Βυζ. Ιλιάδ. 166), (Απολλών. 258
        • (με σύστ. αντικ.):
          • και των πενήτων τα παιδία να παιδεύονται την καλήν και γενναίαν παίδευσιν (Σοφιαν., Παιδαγ. 112
      • β) αποκτώ πείρα σε κ.:
        • να παιδευθείς τα ερωτικά, ως έχει, να τα μάθεις (Λίβ. P 2680).
    • 2) Συμμορφώνομαι στις εντολές κάπ.:
      • αν με ετούτα να μη παιδευτείτε εμέν … να δείρω εσάς εγώ εφτά (Πεντ. Λευιτ. XXVI 23).
    • 3) Προσπαθώ επίμονα, πασχίζω:
      • καιρό επαιδεύομουν … να σε φτάσω (Σουμμ., Παστ. φίδ. Β́ [1097]).
    • 4) Κατεργάζομαι, δουλεύω κ.:
      • Μια εικόνα ήθελα να κάμω και έχω τώρα τόσον καιρόν οπού την παιδεύομουν (Συναδ. φ. 197r).
    • Η μτχ. παρκ. ως επίθ. =
      • 1)
        •  
          • α1) Μορφωμένος, καλλιεργημένος:
            • σοφός γιατρός και φρόνιμος, άξιος, παιδεμένος (Θησ. Έ [202]
        • (συνεκδ.):
          • βαθύς και παιδεμένος νους (Σουμμ., Παστ. φίδ. Χορ. γ́ [7]
          • α2) (προκ. για την ομιλία και τη συμπεριφορά κάπ.) εκλεπτυσμένος, ευγενικός:
            • εκ τες χάριτες τες έχουν οι αφέντες η πρώτη έναι να έχουσιν την γλώσσαν παιδευμένην (Χρον. Τόκκων 1272· 1317
        • β) συνετός, μυαλωμένος, γνωστικός:
          • σ’εκράτου γνωστικό, άνθρωπο παιδεμένο (Ερωτόκρ. Ά 169· Πτωχολ. Α 151).
      • 2) Έμπειρος (συν. στη μάχη, στον πόλεμο) εξασκημένος:
        • στον πόλεμον και στ’ άρματα καλά πεπαιδευμένοι (Κορων., Μπούας 24· Χρον. Μορ. H 6628).
      • 3) Βασανισμένος, τυραννισμένος, ταλαιπωρημένος:
        • (Περί ξεν. 97
        • Κλαύσατε … την Ρόδον την εξακουστήν εις τότε παιδεμένη (Γεωργηλ., Θαν. 35).

    [αρχ. παιδεύω. Ο τ. στο Somav. και σήμ. ιδιωμ. Τ. παιδεύγγω και παιδεύκω σήμ. κυπρ. Η λ. και σήμ.]

    < Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
    Μετάβαση στη σελίδα:Βρες