Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- παιδεραστία η [peδerastía] Ο25 : διαστροφή του ανδρικού γενετήσιου ενστίκτου που στρέφεται προς τη σεξουαλική (συνήθ. ομοφυλοφιλική) σχέση με παιδί ή έφηβο.
[λόγ. < αρχ. παιδεραστία]