Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- παϊδάκι το [paiδáki] & (σπάν.) παγιδάκι το [pajiδáki] Ο44α (συνήθ. πληθ.) : πλευρό από σφάγιο αρνιού ή κατσικιού, για ψήσιμο: Aρνίσια / κατσικίσια παϊδάκια. Παϊδάκια στα κάρβουνα.
[παΐδ(ι), παγίδ(ι) -άκι]
[Λεξικό Κριαρά]
- παιδάκι το· παιδάκιν· γεν. εν. παιδακιού.
-
- 1)
- α) (Προκ. για συγγενική σχέση) γιος ή κόρη· παιδί:
- (Θρ. Κύπρ. Μ 518)·
- έκαμα αρσενικό παιδάκι (Ευγέν. 1344)·
-
- β1) αγόρι ή κορίτσι μικρής ηλικίας, παιδάκι:
- (Αχέλ. 2198)·
- καλά και αν ήτον κοπελάκι, ήτονε χαριέστατον παιδάκι (Λεηλ. Παροικ. 450)·
- β2) βρέφος, μωρό:
- απόθανε (ενν. ο κύρης του) κι αφήκε τον τριών ημερώ παιδάκι (Ερωτόκρ. Β́ 597· Χούμνου, Κοσμογ. 355)·
- β1) αγόρι ή κορίτσι μικρής ηλικίας, παιδάκι:
- γ) (με την κτητ. αντων. μου σε προσφών. που φανερώνει οικειότητα, συμπάθεια, τρυφερότητα):
- Πού 'στε εσείς, παιδάκια μου, κουφέρτιασις δική μου (Θρ. Κύπρ. 531), (Ερωτόκρ. Δ́ 671)·
- (σε προσφών. ιερωμένου προς λαϊκό):
- (Ιστ. Βλάχ. 2784).
- α) (Προκ. για συγγενική σχέση) γιος ή κόρη· παιδί:
- 2)
- α) Νεαρός άντρας, έφηβος:
- (Ch. pop. 463)·
- ήτονε τότε μικρόν παιδάκι, στην Βενετίαν έφυγε να παιδευθεί (Ιστ. Βλάχ. 461)·
- (σε προσφών.):
- Ω δοξασμένον κι άξιον παιδάκι (Σουμμ., Παστ. φίδ. Δ́ [951])·
- β) (σε επιθετ. χρ.) νέος, μικρός σε ηλικία:
- επήραν και τον αδελφόν του … παιδάκιν βαχλιώτην τους και εγυρίσαν πολύν τόπον (Μαχ. 9626)·
- γ) (προκ. για νεαρό και ανώριμο ή ασήμαντο άνθρωπο):
- Ο Δάρειος …εγνώρισε Αλέξανδρον ότι δεν έν παιδάκι (Αλεξ. 766)·
- (ειρων. σε προσφών.):
- άμε, παιδάκι, το λοιπόν, να παίζεις στο τσουγκάνι (Αλεξ. 691).
- α) Νεαρός άντρας, έφηβος:
- 3) Νεαρός δούλος, υπηρέτης:
- (Χούμνου, Κοσμογ. 1636 κριτ. υπ).
[ουσ. παιδίον + κατάλ. ‑άκι. Η γεν. και σήμ. ιδιωμ. Τ. ‑ιον στο Meursius. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.]
- 1)