Παράλληλη αναζήτηση
4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- παιγνίδι το,
- βλ. παιγνίδιον.
[Λεξικό Κριαρά]
- παιγνιδίζω.
-
- Παίζω, διασκεδάζω με κ.:
- τ’ άγρια θηριά ξετρέχει τα και μ’ αύτα παιχνιδίζει (Σουμμ., Παστ. φίδ. Δ́ [944]).
[<ουσ. παιγνίδι + καταλ. ‑ίζω. Η λ. και σήμ.]
- Παίζω, διασκεδάζω με κ.:
[Λεξικό Κριαρά]
- παιγνίδιον το· παιγνίδι· παιγνίδιν· παιχνίδι(ν).
-
- 1)
- α) (Γενικά) πράξη ή ασχολία που γίνεται απλώς για διασκέδαση, για ψυχαγωγία:
- έπεσε (ενν. ο βασιλεύς) … εις τους χορούςκαι εις τα παιγνίδια (Δωρ. Μον. (Βαλ.) 41· Ριμ. Απολλων. [765])·
- (μεταφ.):
- τση Μοίρας το παιγνίδι (Ερωτόκρ. Δ́ 615)·
- β) ομαδικό παιγνίδι, παιδιά:
- το κρυφτούλι, παιγνίδι που … συνήθεια τ’ έχομ’ ούλοι (Σουμμ., Παστ. φίδ. Β́ [1048]· Πιστ. βοσκ. III 2, 19).
- α) (Γενικά) πράξη ή ασχολία που γίνεται απλώς για διασκέδαση, για ψυχαγωγία:
- 2)
- α) Τυχερό παιγνίδι:
- Πέντε πράματα καταλύουν τες αρχοντίες: το παιγνίδιν, η πορνεία, η γούλα, οι πόλεμοι και οι γυναίκες (Άνθ. χαρ. (κυπρ.) 148)·
- β) επιτραπέζιο παιγνίδι:
- παιγνίδια, … σκάκους, ταβλία και ζατρίκια (Διήγ. παιδ. 921).
- α) Τυχερό παιγνίδι:
- 3) Αντικείμενο που χρησιμοποιεί κάπ., ιδίως παιδί, για να παίζει, παιγνίδι:
- όντεν ανεθρέφουμου … παιγνίδια και κουτσουνικά πάντά 'βανα στο νου μου (Ερωτόκρ. Ά 976)·
- (μεταφ.):
- κόρη μου ευγενικότατη, …, ξόμπλι της καλοριζικιάς, τσ’ ανάπαψης παιγνίδι (Ιντ. κρ. θεάτρ. Δ́ 34).
- 4) (Μεταφ.)
- α) (προκ. για κ. που γίνεται εύκολα, δίχως κόπο):
- λέοντες και λεοντόπαρδους είχεν τους σαν παιχνίδιν (Αχιλλ. L 1228· Ερωτόκρ. Ά 1629)·
- β) (προκ.για κ. που δεν έχει βαρύτητα, σπουδαιότητα):
- είπεν: «Οι όρκοι παιγνιδία είναι» (Μαχ. 54822· Γλυκά, Στ. 519).
- α) (προκ. για κ. που γίνεται εύκολα, δίχως κόπο):
- 5) (Μεταφ.)
- α) αστεϊσμός σε βάρος κάπ., φάρσα:
- να πεις έναν πράμαν για παιγνίδιν (Ξόμπλιν φ. 134r· Στάθ. Β́ 52)·
- έκφρ. σε παιγνίδι = στ’ αστεία:
- (Ερωτόκρ. Δ́ 343)·
- β) εμπαιγμός·
- φρ. κάμνω παιγνίδιον = εμπαίζω, κοροϊδεύω κάπ.:
- (Μπερτολδίνος 108)·
- φρ. κάμνω παιγνίδιον = εμπαίζω, κοροϊδεύω κάπ.:
- γ) (προκ. για πρόσωπο ή πράγμα που βρίσκεται στην απόλυτη διάθεση κάπ.) έρμαιο, πιόνι:
- (Πανώρ. Β́ 214)·
- Άλλοι άξοι, φρονιμότατοι, … του Έρωτα εγενήκασι παιγνίδι (Ερωτόκρ. Ά 280).
- α) αστεϊσμός σε βάρος κάπ., φάρσα:
- 6) Τέχνασμα, πλεκτάνη·
- (εδώ προκ. για πολεμικό τέχνασμα, στρατήγημα):
- όσα παιγνίδια σύρνονται εις τον παρόντα κόσμον, εκτότε τα εδίδαξαν οι Έλληνες στην Τροίαν (Βυζ. Ιλιάδ. 893).
- (εδώ προκ. για πολεμικό τέχνασμα, στρατήγημα):
- 7)
- α) Αγώνισμα αθλητικό:
- για να τον τιμήσουσι (ενν. τον Αρκήτα) … πολλά παιγνίδια όρθωσαν να γένουν και παλαίστρες (Θησ. IÁ [592])·
- β) αγώνισμα πολεμικό:
- πρέπει να παιδεύομεν και να γυμνάζομεν τα παιδία εις τα στρατιωτικά και πολεμικά παιγνίδια και αγώνας (Σοφιαν., Παιδαγ. 111)·
- (εδώ μονομαχία):
- να κάμουσι κι οι δυο (ενν. ο Καραμανίτης και ο Κρητικός) θανατερό παιγνίδι (Ερωτόκρ. Β́ 1040).
- α) Αγώνισμα αθλητικό:
- 8) Ερωτικό παιγνίδι, ερωτοτροπία:
- Τότες τα λόγια, τα φιλιά και τα παιγνίδια αγάπης νομικής ήσαν δεσίδια (Σουμμ., Παστ. φίδ. Χορ. δ́ [37]· Βοσκοπ. 31).
- 9)
- α) Μουσικό όργανο:
- με όργανα, με τούμπανα και με πολλά παιγνίδια (Διγ. O 139)·
- (προκ. για πολεμικό μουσικό όργανο):
- (Χρον. σουλτ. 9012)·
- Εδώκασιν τα βούκινα και όλα τα παιγνίδια (Ιμπ. 118)·
- β) (συνεκδ.) μουσική:
- χορός αρχοντικός με δίχως το παιγνίδι (Κάτης (Χόλτον) 99).
- α) Μουσικό όργανο:
- 10) Θέαμα:
- μη θεωρείν τον ιερέα χορούς ή παιγνίδια (Μαλαξός, Νομοκ. 176· Διγ. O 2216).
[<ουσ. παίγνιον + υποκορ. κατάλ. ‑ίδιον. Ο τ. ‑ι στο Meursius και σήμ. Ο τ. παιχνίδι και σήμ. Η λ. τον 6. αι.]
- 1)
[Λεξικό Κριαρά]
- παιγνιδιστής ο.
-
- Αυτός που κοροϊδεύει, περιγελαστής:
- εκεί όπου πρώτον μας είχαν σε τιμήν και αξίαν, γίνονται παιγνιδισταί μαζί μας (Μπερτολδίνος 108).
[<αόρ. του παιγνιδίζω + κατάλ. ‑τής]
- Αυτός που κοροϊδεύει, περιγελαστής: