Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: παθών -ούσα -όν
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
παθών -ούσα -όν [paθón] Ε12α : (λόγ., συνήθ. ως ουσ.) αυτός που έπαθε (από άλλον) κτ. κακό: Οι παθόντες κατέθεσαν μήνυση. H παθούσα πρέπει να αποζημιωθεί.

[λόγ. μτχ. αορ. του αρχ. ρ. πάσχω, απόδ. γαλλ. la partie lésée]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες