Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- παθιάζω· πατιάζω· πατσιάζω.
-
- I. Ενεργ.
- Ά Μτβ.
- 1) Κάνω κάπ. να υποφέρει, βασανίζω κάπ.:
- τι την πειράζεις (ενν. τη γυναίκα); δωριανά να την παθιάζεις; (Συναξ. γυν. 1108)·
- (προκ. για τον έρωτα, τον ερωτικό πόθο):
- (Κυπρ. ερωτ. 381).
- 2) Υποφέρω, υπομένω κ.:
- τα κλάματά μου να πατιάσω (Κυπρ. ερωτ. 9018)·
- (με συστ. αντικ.):
- δεν έχει λύπην στά παθιάζω (Κυπρ. ερωτ. 573).
- 3) Επιτυγχάνω, κατορθώνω κ. (με σύστ. αντικ.):
- μπορώ να τα πατιάσω … (Κυπρ. ερωτ. 9015).
- 1) Κάνω κάπ. να υποφέρει, βασανίζω κάπ.:
- Β́ Αμτβ.
- 1) Υποφέρω, βασανίζομαι, ταλαιπωρούμαι (σωματικά και ψυχικά):
- ο πολεμάρχος … για την τιμήν παθιάζει (Κυπρ. ερωτ. 604· Συναξ. γυν. 869)·
- (εδώ από ερωτικό πόθο):
- παθιάζω και για σεν είμαι καμένος (Κυπρ. ερωτ. 11735).
- 2) (Μεταφ. προκ. για φήμη) εξασθενώ, φθίνω:
- (Κυπρ. ερωτ. 9473).
- 1) Υποφέρω, βασανίζομαι, ταλαιπωρούμαι (σωματικά και ψυχικά):
- Ά Μτβ.
- II. (Μέσ.) υποφέρω, κακοπαθώ· υφίσταμαι σωματικές βλάβες:
- εφυλακίσαν ούλους τους πραματευτάδες τους Γενουβήσους …· διά να μηδέν αξαργούν οι Γενουβήσοι απού δεν επατσιάστησαν (Μαχ. 32030‑1).
[<ουσ. πάθος + κατάλ. ‑ιάζω. Ο τ. ‑τ‑ με τροπή του θ σε τ ή σχετ. με το ιταλ. patire. Ο τ. ‑τσ‑ (<πατιάζω με τροπή του τι σε τσι ή σχετ. με τα ιταλ. pazzo και pazziare) και τ. ‑θκια‑ σήμ. κυπρ. Η λ. και σήμ. συν. στη μέσ. φωνή]
- I. Ενεργ.