Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- παθιάζομαι [paθxázome] Ρ2.1β : α.κυριεύομαι από υπερβολικό πάθος, εξάπτομαι συναισθηματικά· (πρβ. φανατίζομαι): Παθιάστηκε με τη συζήτηση. Παθιασμένος ομιλητής. β. εξάπτομαι, συγκινούμαι συναισθηματικά, παραδίνομαι σε ένα έντονο συναίσθημα ευαρέσκειας: Άκουγαν τους μελωδικούς ήχους και παθιάζονταν.
[πάθ(ος) -ιάζω, -ομαι]