Παράλληλη αναζήτηση
4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- παθητικό το [paθitikó] Ο38 : 1.(λογιστ.) το έλλειμμα λογιστικού λογαρια σμού ή το άθροισμα των οικονομικών υποχρεώσεων και ζημιών ή το πο σό κατά το οποίο το άθροισμα αυτό υπερβαίνει το σύνολο των κερδών. ANT ενεργητικό: H επιχείρηση έχει ~. Εργάζομαι με ~, με ζημία. 2. (μτφ.) όποιες και όσες ενέργειες αποτελούν τα αρνητικά στοιχεία μιας ηθικής αποτίμησης της ζωής ενός προσώπου. (έκφρ.) γράφω / εγγράφω κτ. στο ~ μου, μου καταλογίζεται κτ. αρνητικό.
[λόγ. ουσιαστικοπ. ουδ. του επιθ. παθητικός σημδ. γαλλ. passif]
[Λεξικό Κριαρά]
- παθητικός, επίθ.
-
- 1) Που έχει σχέση με τα πάθη, αμαρτωλός:
- μηδένα λογισμόν ακάθαρτον ή αγάπην παθητικήν (Βενετσάς, Δαμασκηνού Βαρλαάμ 12036).
- 2) Που έχει σχέση με τον πόνο, τα βάσανα κάπ.:
- το λίγον πόρκεται 'πού το νοητικόν μου έδωκα κείν’ της αρετής, καρπόν παθητικόν μου (Κυπρ. ερωτ. 15012).
[αρχ. επίθ. παθητικός. Η λ. και σήμ.]
- 1) Που έχει σχέση με τα πάθη, αμαρτωλός:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- παθητικός -ή -ό [paθitikós] Ε1 : 1α.(για συμπεριφορά) που δείχνει ότι κάποιος αποδέχεται μια κατάσταση ή επίδραση, καθώς αδρανεί ή δεν ενεργεί για να τη μεταβάλει. ANT ενεργητικός, ενεργός: ~ ρόλος. Kρατώ παθητική στάση, δεν αντιδρώ. Παθητική αντίσταση, που περιορίζεται στην άρνηση σύμπραξης, συνεργασίας κτλ. Παθητική διαμαρτυρία. β. (για πρόσωπο) που κρατά παθητική στάση, δεν ενεργεί ή δεν αντιδρά: ~ θεατής / αποδέκτης. || ~ καπνιστής, που, χωρίς να καπνίζει ο ίδιος, υφίσταται τη βλαπτική επίδραση του καπνίσματος των άλλων. γ. (για ομοφυλόφιλο) που έχει το ρόλο του θηλυκού σε μια ερωτική συνεύρεση. ANT ενεργητικός. 2. (γραμμ.) που δείχνει ότι κάποιος ή κτ. παθαίνει, δέχεται μια ενέργεια από άλλον. ANT ενεργητικός: Παθητική σημασία / σύνταξη. Ρήματα παθητικής διάθεσης. || Ρήματα παθητικής φωνής. Παθητικοί τύποι ρήματος. 3. που έχει, εκφράζει, προκαλεί ένα έντονο συναίσθημα, έντονο πάθος, συνήθ. ερωτικό ή νοσταλγίας· (πρβ. παθιάρικος): Οι παθητικοί ρυθμοί του ταγκό. 4. (λογιστ.) που παρουσιάζει έλλειμμα· ελλειμματικός. ANT ενεργητικός: Παθητικό εμπορικό ισοζύγιο. || Παθητικό υπόλοιπο, έλλειμμα. || (ως ουσ.) το παθητικό*.
παθητικά & παθητικώς ΕΠIΡΡ χωρίς καμία αντίδραση: Δέχτηκε εντελώς ~ τη νέα κατάσταση. [λόγ.: 1α: αρχ. παθητικός· 1β: σημδ. αγγλ. passive· 1γ: σημδ. αγγλ. pathic(;) < λατ. pathicus < ελνστ. *παθικός· 2: ελνστ. σημ.· 3: γαλλ. pathétique (στη νέα σημ.) < υστλατ. patheticus < αρχ. παθητικός· 4: σημδ. γαλλ. passif· λόγ. < αρχ. παθητικῶς]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- παθητικότητα η [paθitikótita] Ο28 : η ιδιότητα του παθητικού1: H ~ του χαρακτήρα.
[λόγ. παθητικ(ός) -ότης > -ότητα]