Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: παζαρεύω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
παζαρεύω [pazarévo] Ρ5.2α : α.(για αγοραστή ή πωλητή) συζητώ για την αγορά ή την πώληση πράγματος επιδιώκοντας να πετύχω καλύτερη τιμή ή ευνοϊκότερους όρους· κάνω παζάρια· (πρβ. διαπραγματεύομαι). β. συζητώ, διαπραγματεύομαι μια αθέμιτη συναλλαγή, επιδιώκω προσωπικό κέρδος, όφελος, προσφέροντας ως αντάλλαγμα μια ηθική υποχώρησή μου: Παζαρεύει την προσχώρησή του στο αντίπαλο κόμμα. Tην ελευθερία μας δεν την παζαρεύουμε με κανέναν.

[παζάρ(ι) -εύω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες