Παράλληλη αναζήτηση
4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- παζάρι το [pazári] Ο44 : 1.υπαίθριος χώρος όπου κατά τακτά χρονικά διαστήματα συγκεντρώνονται έμποροι και παραγωγοί για να πουλήσουν τα προϊόντα τους· εμποροπανήγυρη: Όλα τα γύρω χωριά κατέβαιναν στο ~. || παζάρι που γίνεται κάθε βδομάδα· λαϊκή αγορά. ΦΡ τι θέλει / τι γυρεύει η αλεπού* στο ~; ΠAΡ Ξεκίνησε ο Εβραίος να πάει στο ~ κι ήταν ημέρα Σάββατο*. 2. (πληθ.) συζήτηση, διαπραγμάτευση της τιμής και των όρων για την αγορά ή πώληση ενός αγαθού· παζάρεμα: Kάνω ~, παζαρεύω. Άσε τα παζάρια, σου είπα την τελευταία τιμή. || (μειωτ.) για διαπραγμάτευση αθέμιτης συναλλαγής.
[μσν. παζάρι < τουρκ. pazar -ι]
[Λεξικό Κριαρά]
- παζάρι(ο)ν το· παζάρι· παζάριν.
-
- 1)
- α) Τόπος αγοραπωλησίας εμπορευμάτων και υπηρεσιών, αγορά, παζάρι:
- τα δε αβγά πουλούνται εις το παζάρι (Rechenb. 431· Συναδ. φ. 38r)·
- β) (προκ. για τόπο αγοραπωλησίας σκλάβων):
- δεμένον εκ τραχήλου τον επήγαν στο παζάρι ωσάν σκλάβον (Πτωχολ. Β 35· Τζάνε, Κρ. πόλ. 1404)·
- γ) (προκ. για τόπο μίσθωσης εργατών):
- εστέκουνταν εις το παζάρι χωρίς δουλεία (Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ. Ματθ. κ́ 3)·
- δ) (συνεκδ.) οικήματα, μαγαζιά της αγοράς:
- εκατέβην ο ποταμός της Λεμεσού … και επήρεν … και το παζάρι τα χανουτία τους Τούρκους και τα μαγαζένια (Ανων., Ιστ. σημ. ρμά).
- α) Τόπος αγοραπωλησίας εμπορευμάτων και υπηρεσιών, αγορά, παζάρι:
- 2)
- α) Διαπραγμάτευση της τιμής της αγοράς ή των όρων αγοραπωλησίας ενός πράγματος ή ανθρώπου, παζάρεμα:
- όσον να κάμουν του οσπιτίου το παζάρι, απόμεινεν πάσαν χρόνον (Hagia Sophia ω 5146· Πτωχολ. Α 67)·
- β) (προκ. για αγοραίο έρωτα):
- πέντε μεγάλες πολιτικές … παζάριν εκρατήσασιν ένα ημερονύχθι (Σαχλ., Αφήγ. 816)·
- γ) εμπορική συναλλαγή· πώληση:
- τόσον πανί επέμεινεν από το δεύτερον παζάρι (Rechenb. 8417).
- α) Διαπραγμάτευση της τιμής της αγοράς ή των όρων αγοραπωλησίας ενός πράγματος ή ανθρώπου, παζάρεμα:
[<τουρκ. pazar. Ο τ. ‑ι στο Meursius (λ. ‑η· ‑ιον) και σήμ. Ο τ. ‑ιν και σήμ. ποντ. Η λ (‑ον) στο Meursius (ό. π.)]
- 1)
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- παζαριλίκι το [pazarilíki] & παζαρλίκι το [pazarlíki] Ο44α (συνήθ. πληθ.) : (λαϊκ.) το παζάρεμα, τα παζάρια.
[τουρκ. pazarlιk -ι και μεταπλ. -ιλίκι]
[Λεξικό Κριαρά]
- παζαριώτης ο.
-
- Έμπορος της αγοράς, (πιθ.) χονδρέμπορος:
- τοις παζαριώταις ταχύτητα εις πράξεις αυτών και κέρδος (Ωροσκ. 4028).
[<ουσ. παζάρι(ο)ν + κατάλ. ‑ιώτης. Τ. μπα‑ στο Du Cange. Η λ. και σήμ. ιδιωμ. με διαφορ. σημασ.]
- Έμπορος της αγοράς, (πιθ.) χονδρέμπορος: