Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: παζάρεμα
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
παζάρεμα το [pazárema] Ο49 (συνήθ. πληθ.) : α.η πράξη του παζαρεύω, η διαπραγμάτευση της τιμής και των όρων αγοράς ή πώλησης· (πρβ. παζάρι): Άσε τα παζαρέματα. β. συζήτηση για αθέμιτη συναλλαγή.

[παζαρεύ(ω) -μα με αποβ. του [v] πριν από [m] ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες