Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: παγώνι
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Κριαρά]
παγώνι το,
βλ. παώνιν.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
παγωνιά η [paγoná] Ο24 : πολύ ψυχρός καιρός· δριμύ, δυνατό ψύχος: Έχει / πιάνει ~. H ~ της νύχτας. Οι παγωνιές του χειμώνα. Έξω, στην ~ του δρόμου. || Άναψε τη σόμπα να σπάσει λίγο η ~. || παγετός: Οι παγωνιές έκαψαν τα λουλούδια. || (μτφ.): H ~ του θανάτου.

[παγών(ω) -ιά]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
παγωνιέρα η [paγonéra] Ο25 : (παρωχ.) ψυγείο πάγου.

[λόγ. παγών(ω) -ιέρα (μορφολ. σφαλερή δημιουργία) μτφρδ. γαλλ. glacière]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες