Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- παγόνι το [paγóni] Ο44 : πτηνό, το πιο μεγαλόσωμο από τα ορνιθόμορφα, με εντυπωσιακά πολύχρωμο και στιλπνό πτέρωμα και μακριά ουρά· το αρσενικό, κατά την προγαμιαία του συμπεριφορά, επιδεικνύει την όμορφη ουρά του ανοίγοντάς την σαν βεντάλια: Tα παγόνια του ζωολογικού κήπου. Φτερά παγονιού. Kομπάζει / φουσκώνει σαν ~.
[μσν. παγόνι < παλ. ιταλ. pagon(e) -ι (< λατ. pavo) ή μσν. παόνιον υποκορ. του ελνστ. πάων (< λατ. pavo) με ανάπτ. μεσοφ. [γ] για αποφυγή της χασμ.]