Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- παγωνιέρα η [paγonéra] Ο25 : (παρωχ.) ψυγείο πάγου.
[λόγ. παγών(ω) -ιέρα (μορφολ. σφαλερή δημιουργία) μτφρδ. γαλλ. glacière]
Ένα εγχείρημα του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας για την υποστήριξη της ελληνικής γλώσσας στη διαχρονία της: αρχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, νέα ελληνική αλλά και στη συγχρονική της διάσταση.
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[λόγ. παγών(ω) -ιέρα (μορφολ. σφαλερή δημιουργία) μτφρδ. γαλλ. glacière]
© 2006 - 2008 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας | Δικαίωμα Πνευματικής Ιδιοκτησίας | Όροι Χρήσης |