Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: παγούρι
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
παγούρι 1 το [paγúri] Ο44 : μικρό φορητό δοχείο νερού (στρατιωτών, εκδρομέων κτλ.): Kρέμασε το ~ στη ζώνη του. παγουράκι το YΠΟKΟΡ: Πάρε μαζί σου και το ~ σου.

[μσν. παγούριον ίσως < παγούρι 2 από ομοιότητα του σχήματος]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
παγούρι 2 το : (λαϊκότρ.) πάγουρας.

[μσν. παγούριον υποκορ. του αρχ. πάγουρ(ος) -ιον]

[Λεξικό Κριαρά]
παγούριν το.
  • Καβούρι:
    • ψωμίτσια, αστακούς, αληθινά παγούρια (Προδρ. IV 319).

[<ουσ. πάγουρος + κατάλ. ‑ιν. Τ. ‑ιον στο Steph. και στο Du Cange. Τ. ‑ι σήμ. ποντ. και κοιν. με διαφορ. σημασ. Η λ. και σήμ. ποντ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες