Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: παγκόσμιος -α -ο
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
παγκόσμιος, επίθ.
  • 1)
    • α) Που ανήκει ή αναφέρεται σ’ όλη τη γη, σ’ όλους τους τόπους:
      • εγίνετο λοιμική νόσος παγκόσμιος (Byz. Kkeinchron. Á 26190· Σφρ., Χρον. 9423
      • (σε μεταφ.):
        • Διαβολεύς γαρ άνθρωπος … φυσά, τινάσσει κύματα τῃ παγκοσμίῳ σκάφει (Μανασσ., Ποίημ. ηθ. 404
    • β) που αφορά όλους τους ανθρώπους, πανανθρώπινος:
      • (Γλυκά, Αναγ. 89
      • ο λόγος του Θεού ενεδύθη την ανθρωπείαν φύσιν, ίνα … δυνηθεί κατορθώσαι το παγκόσμιον αγαθόν (Ιστ. πατρ. 8715).
  • 2) Περίτεχνα στολισμένος:
    • στέφανον τον παγκόσμιον … συντεθειμένον εκ χρυσού, λίθων τιμιοτάτων (Διγ. Gr 1669).

[μτγν επίθ. παγκόσμιος. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
παγκόσμιος -α -ο [paŋgózmios] Ε6 : I.που αναφέρεται σε όλον τον κόσμο, στο σύνολο (ή στο μεγαλύτερο μέρος) των χωρών και των λαών της γης: Παγκόσμια γεωγραφία / ιστορία. Παγκόσμιος Γεωγραφικός Άτλας. Παγκόσμια Εγκυκλοπαίδεια. || Οι δύο παγκόσμιοι πόλεμοι, του 1914-18 και 1939-45, στους οποίους συμμετείχαν τα περισσότερα κράτη της γης. H απειλή ενός τρίτου παγκόσμιου πολέμου / μιας παγκόσμιας σύρραξης. || που υπάρχει, γίνεται κτλ. σε όλο τον κόσμο: Tο πρόβλημα δεν είναι μόνο ελληνικό, ούτε ευρωπαϊκό· είναι παγκόσμιο. Γεγονότα με παγκόσμια σημασία. Παγκόσμια Οργάνωση Yγείας. Παγκόσμια Συνδικαλιστική Ομοσπονδία. Παγκόσμια ειρήνη. Kαλλιτέχνης με παγκόσμια φήμη / ακτινοβολία· (πρβ. διεθνής). || Παγκόσμιο ρεκόρ. Παγκόσμιο κύπελλο ποδοσφαίρου / πρωτάθλημα ποδοσφαίρου, στο οποίο συμμετέχουν όλες (σχεδόν) οι χώρες του κόσμου. (επιρρ. έκφρ.) σε παγκόσμια κλίμακα, σε όλο τον κόσμο. II. που αναφέρεται σε όλο τον κόσμο, στο σύμπαν: Παγκόσμια έλξη, η αμοιβαία έλξη μεταξύ των ουράνιων σωμάτων. Παγκόσμια αρμονία. παγκοσμίως & παγκόσμια ΕΠIΡΡ στη σημ. I σε όλο τον κόσμο, σε όλη τη γη ή σε όλους τους ανθρώπους: Έγινε ~ γνωστός· (πρβ. διεθνώς).

[λόγ.: Ι: αρχ. παγκόσμιος· ΙI: σημδ. κατά το γαλλ. univers `σύμπαν΄· λόγ. < ελνστ. παγκοσμίως]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες